- ασχημάτιστος
- η , ο [ος , ον ]1) бесформенный; 2) несформировавшийся (о подростках, о девичьей груди); 3) см. ασυγκρότητος; 4) неоформленный (о речи и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀσχημάτιστος — without form masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασχημάτιστος — η, ο (AM ἀσχημάτιστος, ον) αυτός που δεν έχει σχηματιστεί, που δεν έχει οριστικό σχήμα, αδιαμόρφωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί εντελώς, αμέστωτος 2. (για καταστάσεις) ασυγκρότητος, αδημιούργητος αρχ. (στη ρητορική) ο χωρίς… … Dictionary of Greek
ασχημάτιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε σχηματίστηκε, αδιαμόρφωτος, αμέστωτος: Ήταν ακόμη πολύ νέος, ασχημάτιστος, αμέστωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσχηματίστως — ἀσχημάτιστος without form adverbial ἀσχημάτιστος without form masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχημάτιστον — ἀσχημάτιστος without form masc/fem acc sg ἀσχημάτιστος without form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχηματίστοις — ἀσχημάτιστος without form masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχηματίστου — ἀσχημάτιστος without form masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχηματίστους — ἀσχημάτιστος without form masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχηματίστων — ἀσχημάτιστος without form masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχηματίστῳ — ἀσχημάτιστος without form masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχημάτιστα — ἀσχημάτιστος without form neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)